γραμματιστής

γραμματιστής
γραμμᾰτ-ιστής, οῦ, ,
A = γραμματεύς, clerk, registrar, Hdt.2.28, 3.123, IG7.1745 ([place name] Thespiae), SIG 529.4 (Dyme, iii B. C.), etc.: metaph., recorder, of memory (cf.

γραμματεύς 2

), Pl.Phlb.39b.
II one who teaches γράμματα, elementary schoolmaster, X.Smp.4.27, Pl.Prt.312b, al., D.19.281, D.H.11.28, Diog.Oen.11, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γραμματιστής — clerk masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματιστής — ο (AM γραμματιστής) [γράμμα] γραμματοδιδάσκαλος αρχ. γραμματέας …   Dictionary of Greek

  • γραμματισταῖς — γραμματιστής clerk masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματισταί — γραμματιστής clerk masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματιστοῦ — γραμματιστής clerk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματιστῇ — γραμματιστής clerk masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματιστήν — γραμματιστής clerk masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματιστῶν — γραμματιστής clerk masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματιστάς — γραμματιστά̱ς , γραμματιστής clerk masc acc pl γραμματιστά̱ς , γραμματιστής clerk masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВОСПИТАНИЕ —    • Educatio.     I. Греческое.          Как во всех отраслях общественной и частной жизни, так и в В. у греков ясно обнаруживается различие отдельных племен. Между тем как в дорическом племени, а особенно в Спарте, где все было направлено к… …   Реальный словарь классических древностей

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”